εδικός

εδικός
η , ό[ν] (μου, σου, του κ. λ. π.) мой, твой, его и т. д.

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εδικός" в других словарях:

  • εδικός — (I) ή, ό και ιδικός, ή, ό και δικός, ή, ό (Μ ἐδικός, ή, όν και δικός, ή, όν και ἰδικός, ή, όν) δικός, ιδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δικός]. (II) ή, ό [Έδα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Έδα, έργο τής παλαιάς ισλανδικής φιλολογίας …   Dictionary of Greek

  • εδικός — ή, ό βλ. ιδικός, δικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικός — και ιδικός και εδικός, ή και ιά, ό (AM ιδικός, ή, όν) ισοδυναμεί με κτητική αντωνυμία 1. συγγενής, οικείος, στενός φίλος 2. (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του ή της, μας, σας, τους) (για πρόσ.) συγγενής ή στενός φίλος, συνεργάτης κ.λπ. 3. (με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»